φιλιππείου

φιλιππείου
φιλίππειον
of Philip
neut gen sg
φιλίππειος
of Philip
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Φιλιππείου — Φιλίππειος of Philip masc/neut gen sg Φιλιππεῖος masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λεωχάρης — (4ος αι. π.Χ.). Γλύπτης, πιθανότατα Αθηναίος. Οι περισσότερες πληροφορίες που υπάρχουν προέρχονται από τις αρχαίες πηγές. Εργάστηκε στην Ολυμπία, στους Δελφούς, στην Αυλή του Μεγάλου Αλεξάνδρου και του Μαυσώλου της Καρίας. Έργα του θεωρούνται… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Ολυμπίας — Οι συστηματικές ανασκαφές στο ιερό της Ολυμπίας, τον προσφιλέστερο λατρευτικό χώρο της αρχαίας Ελλάδας, άρχισαν το 1875, από Γερμανούς αρχαιολόγους, και με ολιγόχρονες διακοπές συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών βρήκαν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”